- βατραχις
- βατραχίςβατρᾰχίς-ίδος ἥ лягушечья одежда, т.е. бледно-зеленая Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βατραχίς — ( ίδος), η (Α) 1. γυναικείο φόρεμα με ανοιχτό πράσινο χρώμα 2. το φυτό βατράχιο … Dictionary of Greek
βατραχίς — frog green garment fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατραχίδα — βατραχίς frog green garment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατραχίδες — βατραχίς frog green garment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατραχίδος — βατραχίς frog green garment fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… … Dictionary of Greek